- θεοσκότεινος
- -η, -οπολύ σκοτεινός: Θεοσκότεινο δωμάτιο. – Θεοσκότεινη νύχτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεοσκότεινος — η, ο 1. ο εντελώς σκοτεινός 2. (για πρόσ.) ο αμαθής, ο εντελώς αγράμματος … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
κατασκότεινος — η, ο εντελώς σκοτεινός, θεοσκότεινος. επίρρ... κατασκότεινα θεοσκότεινα … Dictionary of Greek
ολοσκότεινος — η, ο ο εντελώς σκοτεινός, θεοσκότεινος … Dictionary of Greek
πάνζοφος — ον, Α πολύ ζοφερός, θεοσκότεινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ζόφος «σκοτάδι» (πρβλ. μελάν ζοφος)] … Dictionary of Greek
ταρτάρειος — α, ο / ταρτάρειος, εῑα, ον, ΝΜΑ, και ταρτάριος, ία, ον, ΜΑ, και ταρτάρεος, έα, ον, Α [Τάρταρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάρταρο 2. (κατ επέκτ.) θεοσκότεινος, ζοφερός, τρομερός μσν. ως κύριο όν. Ταρτάριος και Ταρτάρειος (κατά τον… … Dictionary of Greek
ταρταρικός — ή, όν, Μ [Τάρταρος] (κυρίως για τη νύχτα) πάρα πολύ σκοτεινός, θεοσκότεινος … Dictionary of Greek
τρίσκοτος — η, ο, Ν πολύ σκοτεινός, θεοσκότεινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι * + σκότος] … Dictionary of Greek
τρισκότεινος — η, ο, Ν πάρα πολύ σκοτεινός, θεοσκότεινος («σα νυχτοφωσφόρισμα τρισκότεινου πελάγου», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι * + σκοτεινός] … Dictionary of Greek